-
1 ἄνθος
ἄνθος, εος: blossom, flower; fig., ἥβης ἄνθος, Il. 13.484.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἄνθος
-
2 ἄνθος
ἄνθος (A), ους, τό. gen. pl. ἀνθέων, freq. used for ἀνθῶν, S.El. 896, Hermipp.5,6, Eub.105, Aristag.3; butAἀνθῶν Pherecr.46
, Pl.Criti. 115a, X.Cyn.5.5:—blossom, flower,πέτονται ἐπ' ἄνθεσιν εἰαρινοῖσιν Il.2.89
;ὑακινθίνῳ ἄνθει ὁμοίας Od.6.231
;βρύει ἄνθεϊ λευκῷ Il.17.56
;τέρεν' ἄνθεα ποίης Od.9.449
;ἐπ' ἄνθεσιν ἵζειν Ar.Eq. 403
;δένδρα καὶ ἄνθη καὶ καρπούς Pl.Phd. 110d
;ἡ κατ' ἄνθη δίαιτα Id.Smp. 196a
; ἄνθεα τεθρίππων the chaplets of flowers which graced them, Pi.O.2.50, cf.7.80; [Δάφνιν] φέρβον μαλακοῖς ἄνθεσσι μέλισσαι, i.e. with honey, Theoc.7.81.2 generally, anything thrown out upon the surface, eruption, ; cf. ἐξανθέω. froth or scum,ἄ. οἴνου Gal.11.628
, Gp.6.3.9,7.15.6; ἄνθη χαλκοῦ, = χάλκανθος, Nic.Th. 257; ἄ. χαλκοῦ, v. χαλκός; ἄ. χρυσοῦ, = ἀδάμας, Poll.7.99.3 in pl., embroidered flowers on garments, Hermipp.5,6, Pl.R. 557c, Cypr. Fr.4.II metaph., bloom, flower of life,ἥβης ἄ. Il.13.484
, Pi.P. 4.158, A.Supp. 663;ἥβης ἄνθεσι Sol.25
;κουρήιον ἄ. h.Cer. 108
;ὥρας ἄ. X.Smp.8.14
;παῖς καλὸν ἄ. ἔχων Thgn.994
; χροιᾶς ἀμείψεις ἄ. the bloom of complexion, A.Pr.23; τὸ τοῦ σώματος ἄ. its youthful bloom, Pl.Smp. 183e;ὅταν [τὰ πρόσωπα] τὸ ἄ. προλίπῃ Id.R. 601b
; also, the flower of an army and the like ,ἄ. Ἄργους A.Ag. 197
;ἄ. Περσίδος αἴας Id.Pers.59
, cf. 252, 925, E.HF 876 (lyr.);ὅ τι ἦν αὐτῶν ἄ. ἀπολώλει Th.4.133
; ἄνθεα ὕμνων νεωτέρων the choice flowers of new songs, Pi.O.9.48; τὸ σὸν.. ἄ, παντέχνου πυρὸς σέλας thy pride or honour, A.Pr.7; τὰ ἄνθη flowers or choice passages, elegant extracts, APl.4.274, Cic.Att.16.11.1.2 like ἀκμή, the bloom, i.e. height of anything, bad as well as good,δηξίθυμον ἔρωτος ἄ. A.Ag. 743
;ἀκήλητον μανίας ἄ. S.Tr. 999
;ἀ. τοῦ νοῦ Procl.in Alc.p.248C.
, Dam.Pr. 70;τῆς οὐσίας Procl. in Ti.1.412D.
; τῆς ψυχῆς ib.472D.III brightness, brilliancy, as of gold, Thgn.452;χαλκήϊον ἄ. Orph.Fr. 174
; of dyes, lustre, PHolm.17.37; freq. of purple, in sg., Pl. R. 429d, Arist.HA 547a7, J.AJ3.6.1;ἁλὸς ἄνθεα AP6.206
(Antip. Sid.); of bright colours generally,περιβόλαια παντὸς ἄνθους D.H.7.72
; ἄ. θαλάσσιον seaweed dye, Ps.-Democr.Alch.p.42B.IV ἄ. πεδινόν, = ἀνθεμίς, Ps.-Dsc.3.136.------------------------------------ἄνθος (B), ὁ, a kind of -
3 ἥβη
A youthful prime, youth,νεηνίῃ ἀνδρὶ ἐοικώς, πρῶτον ὑπηνήτῃ, τοῦ περ χαριέστατος ἥβη Od.10.279
, cf. Il.24.348; , cf. Hes.Th. 988;ἐρικυδής Il.11.225
, Hes.l.c.;πολυήρατος Od.15.366
, etc.; ἥβης μέτρον ἱκέσθαι or ἱκάνειν, = ἡβάσκειν, 11.317, 18.217, etc.;ἥβην πολυήρατον ἱκόμεθ' 15.366
, cf. Il.24.728; ἥβης ἀπόνασθαι, ταρπῆναι, 17.25, Od.23.212; ; θρέψασθαί τινα πρὸς ἥβην until manhood, Pl.Mx. 238b;μέχρι ἥβης Th.2.46
.b strength and vigour of youth, [δίσκον] ἀφῆκεν.. πειρώμενος ἥβης Il.23.432
;ἥβῃ τε πεποίθεα χερσί τ' ἐμῇσι Od.8.181
, cf. 16.174; : in pl., (lyr.).c as a legal term, ἥβη was the time before manhood, at Athens sixteen years of age, AB255.15; fourteen acc. to EM359.17, Harp. s.v. ἐπιδιετές; at Sparta eighteen, τὰ δέκα ἀφ' ἥβης (sc. ἔτη), i.e. men of twentyeight, X.HG2.4.32, 3.4.23; τὰ τετταράκοντα ἀφ' ἥ. ib.6.4.17; of women,ἐπεὶ δ' ἐς ἥβην ἦλθεν ὡραίαν γάμων E.Hel.12
.d of oxen,ἥβης μέτρον ἔχοντε Hes. Op. 438
; of the fresh skin of a snake, Nic.Th. 138.2 metaph., cheer, merriment, Pi.P.4.295;δαιτὸς ἥβη E.Cyc. 504
(lyr.); also, youthful fire, spirit, Pi.P.6.48. -
4 κράτος
κράτος [pron. full] [ᾰ], [dialect] Ion. and [dialect] Ep. [full] κάρτος, εος, τό, both in Hom.; [dialect] Aeol. [full] κρέτος Alc.25:—A strength, might, in Hom. esp. of bodily strength,ἔπεφνε δόλῳ, οὔ τι κράτεΐ γε Il.7.142
;ἔχει ἥβης ἄνθος, ὅ τε κ. ἐστὶ μέγιστον 13.484
, etc.; τὸ γὰρ αὖτε σιδήρου γε κ. ἐστίν this (i.e. τὸ βάψαι ) is what gives strength to iron, Od.9.393: generally,δικαία γλῶσσ' ἔχει κ. μέγα S.Fr.80
;μηχανῆς ἔστω κ. A.Supp. 207
; κατὰ κράτος with all one's might or strength,πολιορκεῖσθαι Th.1.64
; ;ἐξελέγχεσθαι D.34.20
, etc.: freq. in phrase αἱρεῖν κατὰ κ. take by storm, Th.8.100, Isoc.4.119, etc.; alsoἀνὰ κράτος διώκειν X. Cyr.1.4.23
;ἐλαύνειν Id.An.1.8.1
, etc.;ἀπὸ κράτους D.S.17.34
; πρὸς ἰσχύος κράτος, opp. λόγῳ, S.Ph. 594.II power, τοῦ γὰρ κ. ἐστὶ μέγιστον, of Zeus, Il.2.118, etc.;τοῦ γὰρ κ. ἔστ' ἐνὶ οἴκῳ Od.1.359
, cf. Il.12.214;Ζηνὸς κ. Pi.O.6.96
, cf. A.Pr. 527 (lyr.); ἐκπίπτειν κράτους, of Zeus, ib. 948;τὸ κ. τοῦ θεοῦ LXX Ps.61(62).11
, etc.: pl.,ὑποχείριος κράτεσιν ἀρσένων A.Supp. 393
(lyr.), cf. S.Ant. 485; esp. of political power, rule, sovereignty, l.c.;τὸ κ. περιθεῖναί τινι Hdt.1.129
;ἐς τὸ πλῆθος φέρειν τὸ κ. Id.3.81
; τὸ πᾶν κ. ἔχειν to be all- powerful, Id.7.3;ἀρχὴ καὶ κ. τυραννικόν S.OC 373
; βασιλεὺς πρῶτος ἐν κράτει Ὀδρυσῶν ἐγένετο in real power, Th.2.29; laterτὸ κ. τῶν Ῥωμαίων POxy. 41i2
(iii/iv A. D.): in pl.,κράτη καὶ θρόνους S.Ant. 173
, cf. OT 586, etc.; θρόνων κράτη sovereign power, Id.Ant. 166.2 c. gen., power over,τὸ Περσέων κ. ἔχοντα Hdt.3.69
;τὸ κ. εἶχε τῆς στρατιῆς Id.9.42
;πᾶν κ. ἔχων χθονός A.Supp. 425
(lyr.);τῶν ἄλλων δαιμόνων E.Tr. 949
;δὸς κ. τῶν σῶν δόμων A.Ch. 480
;δωμάτων ἔχειν κ. Ar.Th. 871
;τὸ τῆς θαλάσσης κ. Th.1.143
;μετὰ κράτους τῆς γῆς Id.8.24
; ὧν ἂν ᾖ τὸ κ. τῆς γῆς whoever have possession of the land, Id.4.98;κ. ἔχειν ἑαυτοῦ Pl.Plt. 273a
: pl.,ἀστραπᾶν κράτη νέμων S.OT 201
(lyr.).III mastery, victory, freq. in Hom., Il.1.509, 6.387, Od.21.280;κ. ἄρνυσθαι S.Ph. 838
(lyr.);νίκη καὶ κράτη A.Supp. 951
; ἀέθλων κ. victory in.., Pi.I. 8(7).4;νίκη καὶ κ. τῶν δρωμένων S.El.85
; κ. ἀριστείας the meed of highest valour, Id.Aj. 443;νίκη καὶ κ. πολεμίων Pl.Lg. 962a
;κ. πολέμου καὶ νίκη D.19.130
.IV Medic., in pl., ligaments, Hp.Mul. 2.167.2 = ταρσός, back of the hand, Poll.2.144.V Pythag. name for ten, Theol.Ar.59.—This word and its derivs. take two forms, κρατ- and καρτ-; the latter is mostly [dialect] Ep., as κάρτος, κάρτιστος, καρτύνω, but in κρατερός and καρτερός the reverse holds, v. κρατερός fin.; κρατέω, κρατύς have no form καρτ-. ( κρατ- and καρτ- from kṛt-, weak form of κρετ-, cf. κρέτος, κρέσσων.) -
5 τέρην
τέρην, εινᾰ, εν, gen. τέρενος, είνης, ενος; poet. fem. gen. τερένης, [dialect] Dor. and [dialect] Aeol. - ας, Alc.61, AP9.430 (Crin.):—poet. Adj.A soft, delicate, in Hom. mostly in neut.,τέρεν δάκρυ Il.3.142
, al.;τέρενα φύλλα 13.180
, Od.12.357;τέρεν' ἄνθεα ποίης 9.449
, cf. Sapph. 54;τέρεν αἷμα Emp.100.6
; τ. δέμας ib.11: metaph.,τέρεν ἄνθος ἥβης Hes.Th. 988
: masc. only in the phrase τέρενα χρόα, Il.4.237, al., Hes.Op. 522, Th.5: fem.,γλήχωνι τερείνῃ h.Cer. 209
;παρθένος τέρεινα Hippon.90
;παιδὶ τερείνῃ Thgn.261
;τέρειναν ματέρ' οἰνάνθας ὀπώραν Pi.N.5.6
; poet. gen.τερένας ὀπώρας Alc.
l.c.;τέρειν' ὀπώρα A.Supp. 998
;μυρσίναις τερείναις Anacreont.30.1
;τέρεινα δάφνα Ibyc. 6
; ὄψιν τέρειναν a tender sight, i.e. one that causes tender feelings, E.Med. 905: of sound, τέρεν φθέγγεται (sc. παῖς) Thgn.266;τερένων ὑπ' αὐλῶν Anacr.20
: [comp] Comp.τερενώτερος Lyr.Adesp.76
;τερέντερος Antim.97
;τερεινότερος AP5.120
(Phld.). (Cf. τέρυ, Sabine tereno- 'soft', Lat. tenero- (prob. influenced by tenuis), Skt. táruṇas 'young, tender'.) -
6 ἀγλαός
A splendid, shining, bright, epith. of beautiful objects,ἀ. ὕδωρ Il.2.307
, etc.;γυῖα 19.385
, cf. B.16.103; ;ἥβης ἀ. ἄνθος Tyrt.10.28
, cf. Thgn. l.c., B.5.154; then generally, splendid, beautiful,ἄποινα Il.1.23
; δῶρα ib. 213, etc.;ἔργα Od.10.223
;ἄλσος Il.2.506
, cf. Pi.N.4.20, Simon.13, etc.; noble, glorious,ἀγλαόν [ἐστιν] ἀνδρὶ μάχεσθαι γῆς πέρι Callin.1.6
.II of men, either beautiful or famous, noble, Il.2.736, 826, Hes.Sc.37, Pi.O.14.7, B.16.2, etc.: c. dat. rei, famous for a thing, κέρᾳ ἀγλαός, sarcastically, Il.11.385.— [dialect] Ep. and Lyr. word, twice in Trag. (lyr.)ἀγλαὰς Θήβας S.OT 152
; l.c.; also in later poetry, as Theoc.28.3. Adv. . (Perh. containing base γελα- in reduced form.)
См. также в других словарях:
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek
κάλυκας — Το εξωτερικό περίβλημα του άνθους, συνήθως πράσινο, που σχηματίζεται από φυλλάρια, τα σέπαλα, είτε ελεύθερα μεταξύ τους (κάλυκας χωριστοσέπαλος ή αποσέπαλος) είτε ενωμένα (κάλυκας συσσέπαλος ή μονοσέπαλος), ώστε να σχηματίζουν ένα όργανο κοίλο,… … Dictionary of Greek
πρωτόχνους — ουν, και πρωτόχνοος, οον Α αυτός που έχει το πρώτο χνούδι («μετὰ τοῡτο καὶ πρωτόχνουν ἄνθος ἥβης», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + χνους (< χνόος / χνοῦς «χνούδι»), πρβλ. πολύ χνους] … Dictionary of Greek
τέρην — ε(ι)να, εν, και δωρ. και αιολ. τ. γεν. τού θηλ. Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που έγινε λείος με την τριβή 2. (κατ επέκτ.) μαλακός 3. (για ήχο) απαλός 4. μτφ. τρυφερός («τέρεν ἄνθος ἥβης», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το επίθ. τέρ ην (πρβλ. ἄρσην, ἔρσην) όσο… … Dictionary of Greek